βομβαρδιστικός

βομβαρδιστικός
-ή, -ό
1. ο σχετικός με τον βομβαρδισμό
2. το ουδ. ως ουσ. το βομβαρδιστικό
ειδικό αεροπλάνο με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση αποστολών βομβαρδισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”